16 Απριλίου 1914Νήσος Έλις,
Νέα Υόρκη,
ΗΠΑ
Έξι άνδρες στέκονται στην προκυμαία. Σαστισμένοι κοιτάζουν γύρω τους. Πλήθος ανθρώπων το ίδιο σαστισμένοι και απορημένοι με αυτούς στέκονται μαζί τους. Άντρες, κυρίως, αλλά και οικογένειες. Όλοι τους ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι και φοβισμένοι. Ταξίδεψαν χιλιάδες μίλια μέσα στο ίδιο καράβι, το Νιαγάρα, από το λιμάνι της Χάβρης. Πολλοί από αυτούς είχαν κάνει κι άλλα τόσα για να φτάσουν εκεί.
Έτσι κι οι έξι φίλοι μας... Φίλοι και συντοπίτες άφησαν τον τόπο τους αναζητώντας καλύτερη ζωή. Καλύτερη ζωή για αυτούς και τις οικογένειές τους. Έξι νοματέοι από το ίδιο χωριό. Ο Αντώνης, 34, ο Δημήτρης, 27, ο Κλεάνθης, 32, ο Γιάννης, 42, ο Γιώργος, 25, και ο Στέφανος, 32. Όλοι τους παντρεμένοι εκτός από το βενιαμίν, τον Γιώργο. Αυτός δεν άφησε γυναίκα και παιδιά πίσω του. Μόνο η μάνα του τον κοίταζε με βουρκωμένα μάτια καθώς χανόταν μέσα στην ομίχλη (συνήθες φαινόμενο στην περιοχή το χειμώνα).
Το πως έφτασαν από την Ελλάδα στη Χάβρη της Γαλλίας, ψηλά εκεί στη Νορμανδία, είναι άγνωστο... τουλάχιστον σε μένα. Οι 5 που είχαν οικογένειες έφυγαν με την προϋπόθεση να πάρουν εκεί τις οικογένειές τους αργότερα.
Ο Στέφανος άφησε πίσω του τρία παιδιά... 3 αγόρια. Τον Θανάση, τον Βάϊο και τον Γιώργο. Η γυναίκα του η Σταυρούλα θα περίμενε ένα - δύο χρόνια μέχρι ο Στέφανος να μαζέψει αρκετά χρήματα και μετά, με τη βοήθεια του Θεού, θα μάζευε τα λιγοστά τους υπάρχοντα, θα έπαιρνε τα παιδιά και θα έκανε το ίδιο μακρινό ταξίδι μέχρι την Αμερική.
Αυτά σκέφτεται ο Στέφανος ενώ περιμένει στη σειρά για το τελωνείο. Κανείς τους δεν ξέρει τι θα γίνει τώρα. Το μέλλον αβέβαιο. Αβέβαιο για αυτόν και άλλες 800 περίπου ψυχές που κατέβηκαν από το ίδιο πλοίο. Κοιτάνε πίσω τους και ρίχνουν μια τελευταία ματιά στο πλοίο που τους μετέφερε καθώς κάποιοι με στολές τους καθοδηγούν προς μια μεγάλη αίθουσα σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν. Ο Στέφανος ρίχνει το βλέμμα του στο επιβλητικό άγαλμα της Ελευθερίας στο απέναντι νησάκι. Καθώς μπαίναν στο λιμάνι είναι το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε. Τεράστιο! "Όλα εδώ είναι τεράστια," σκέφτηκε καθώς θυμήθηκε τα ψηλά κτίρια που έβλεπε από απόσταση λίγο πριν.
Η κεντρική αίθουσα είναι τεράστια. Ουρές ανθρώπων. Για να φτάσεις στους πάγκους που θα πάρουν τα στοιχεία σου χρειάζεται χρόνος. Χρειάζεται υπομονή. Πεινάνε, διψάνε αλλά θα πρέπει να περιμένουν. Μετά από ώρες ο Στέφανος και οι 5 φίλοι του δίνουν τα χαρτιά τους. Αν όλα πάνε καλά, δηλαδή, αν τα χαρτιά τους είναι νόμιμα και αν οι γιατροί πουν πως είναι υγιείς, θα είναι ελεύθεροι να περάσουν στη χώρα. Ο έλεγχος των διαβατηρίων και άλλων διαπιστευτηρίων κρατάει περίπου δυο ώρες, ενώ η εξέταση μόλις λίγα λεπτά. Όλα εντάξει. Μπορούν πλέον να ζήσουν και να δουλέψουν εκεί.
Μένουν για λίγο καιρό μαζί και μετά σκορπίζουν. Ο καθένας βρίσκει κάτι διαφορετικό να κάνει. Ο Στέφανος επικοινωνεί τον πρώτο χρόνο τακτικά με τη γυναίκα του. Στέλνει και χρήματα όταν μπορεί. Κάποτε σταματά. Η Σταυρούλα χάνει τα ίχνη του και μεγαλώνει μόνη της τα τρία αγόρια.
***11 Φεβρουαρίου 2007Λάρισα,
Ελλάδα
Στέκομαι ακίνητη κοιτώντας την εικόνα στον υπολογιστή. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Μπροστά μου έχω το αρχείο επιβάτη που δηλώνει ότι ο προπάππος μου μπήκε στην Αμερική απο το
Ellis Island.
Συγκινούμαι και χαίρομαι! Τα χέρια μου τρέμουν καθώς σχηματίζω στο τηλέφωνο ένα νούμερο. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από την οθόνη ενώ προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Το τηλέφωνο χτυπά. Αργούν να το σηκώσουν και η ανυπομονησία μου έχει φτάσει στα ύψη. Ακούω, "Ναι!"
"Μπαμπά, εγώ είμαι!" λέω γρήγορα. "Μάντεψε!" Και του λέω για την... ανακάλυψή μου.
Δυο μέρες πριν μαζί συζητούσαμε για τον Στέφανο, τον παππού του, που δεν γνώρισε ποτέ. Κι αυτός ήταν που μου είπε ότι μια που τώρα έχω πρόσβαση στο Ιντερνετ θα μπορούσα ίσως να βρώ τίποτα... Δυστυχώς, το μόνο που κατάφερα να βρώ είναι αυτό το έγγραφο καθως και το μανιφέστο του πλοίου. Και τα δύο στα αρχεία του Ellis Island. Οι προσπάθειές μου να βρω περισσότερα στοιχεία για το τι απέγινε, δεν απέδωσαν καρπούς. Μόνο κάτι site βρήκα που υπόσχοταν πολλά στοιχεία αλλά με πληρωμή. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν αξιόπιστα και δεν το έκανα. Κι ο καιρός πέρασε...
***Σήμερα
Είδα μια όμορφη ταινία χθες βράδυ με θέμα σχετικό και με έκανε να θυμηθώ τον παππού του πατέρα μου. Ακόμα δεν ξέρω τι απέγινε αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Είμαι σίγουρη πως δεν είμαι η μόνη που έχει συγγενείς μετανάστες. Άλλοι γύρισαν, άλλοι έμειναν εκεί, κι άλλοι, όπως ο παππούς Στέφανος, χάθηκαν. Είμαι επίσης σίγουρη πως όλοι συγκινούμαστε με τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων που αναζητώντας μια καλύτερη ζωή ξενιτεύτηκαν και βρήκαν άλλες πατρίδες. Είμαι τέλος σίγουρη πως όλοι μας κατανοούμε και συμπάσχουμε με τους ανθρώπους αυτούς που πέρασαν δύσκολα χρόνια. Σωστά;;
Μια ερώτηση μόνο:
Γιατί, τότε, δεν καταλαβαίνουμε και τους μετανάστες που έρχονται σε αυτή τη χώρα; Μήπως αυτοί δεν πέρασαν τις ίδιες δυσκολίες, για να μην πω και χειρότερες, στη χώρα τους;
Καλά, ήταν δύο οι ερωτήσεις.
Δεν είναι ανάγκη ν' απαντήσετε. Food for thought το ονομάζουν οι Άγγλοι.
Μετα τιμής,
Amelie ~ Δήμητρα
Υ.Γ.: Η γιαγιά Σταυρούλα ποτέ δεν ξέχασε τον άντρα της. Εγώ δεν την γνώρισα... Αλλά λένε ότι στα γεράματά της, όταν είχε πια χάσει τα λογικά της, επέμενε πως όπου να'ναι θα γύριζε να την πάρει ο Στέφανος... αυτήν και τα παιδιά τους!